Προς την κατεύθυνση των μεγαλύτερων ενισχύσεων σε μικρού μεγέθους εκμεταλλεύσεις καλούν τα κράτη μέλη να κινηθούν μια σειρά από ερευνητικά ιδρύματα και Πανεπιστήμια στην Ευρώπη. Η ευελιξία την οποία συνεπάγεται η εκπόνηση εξειδικευμένων στρατηγικών σχεδίων από τα κράτη μέλη σε συνδυασμό με την εισαγωγή ανώτατων ορίων ενίσχυσης, δίνουν την δυνατότητα διαμόρφωσης ελκυστικών επενδυτικών προγραμμάτων για μικρές αγροτικές επιχειρήσεις, εξυπηρετώντας παράλληλα τους στόχους μιας πιο βιώσιμης αγροτικής παραγωγής.
Αυτό υποστηρίζουν οι ερευνητές από το Οικονομικό Ινστιτούτο Γεωργίας και Τροφίμων του Πανεπιστημίου Λουντ της Σουηδίας. Εκεί οι ερευνητές προτείνουν την εξοικονόμηση περί των 20 δισ. ευρώ από τα ταμεία της ΚΑΠ για να κατευθυνθεί το ποσό αυτό σε αγρότες και επιχειρηματικά πρότζεκτς του πρωτογενή τομέα, τα οποία αποδεδειγμένα λόγω και του μικρού τους μεγέθους μπορούν να ενισχύσουν τον θετικό περιβαλλοντικό αντίκτυπο που έχει η δραστηριότητά τους.
Παράλληλα, άλλες μελέτες δείχνουν πως όσο ο αγροτικός τομέας αδυνατεί να υλοποιήσει μεγάλες επενδύσεις, σημαντικό ποσοστό των πόρων της ΚΑΠ κατευθύνεται στα μεγάλα αστικά κέντρα της ηπείρου.
Ειδικότερα, σε αστικές περιοχές φαίνεται ότι διαρρέει μεγάλο ποσοστό των πόρων της ΚΑΠ, με σχεδόν 24 δισ. ευρώ ετησίως από τα 54 δισ. του προϋπολογισμού να καταλήγουν στις πλουσιότερες περιφέρειες που ταυτόχρονα έχουν και τις λιγότερες αγροτικές εκμεταλλεύσεις.
Η διαρροή αυτή φαίνεται ότι δεν εξυπηρετεί και τις φιλοδοξίες της ΕΕ που θέλει να υπερτονίσει το φιλοπεριβαλλοντικό της αγροτικό πρόσωπο, αφού περιφέρειες της ηπείρου που, όπως είναι και η Ελλάδα με χαμηλό αντίκτυπο στο κλίμα, λαμβάνουν λιγότερα απ’ όσα οι νέοι στόχοι θα επέτρεπαν. Σε αυτό το πλαίσιο ενισχύονται και οι προσδοκίες από τους πόρους που θα φέρει το Ταμείο Ανάκαμψης, αφού οι απαιτήσεις της ΕΕ για διάθεση τουλάχιστον του 30% των ποσών σε δράσεις πράσινης ανάπτυξης, θα μπορούσαν να διορθώσουν την κατάσταση. Προαπαιτούμενο φυσικά για κάτι τέτοιο, ο εντοπισμός επενδυτικών λύσεων για τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους που να τους δίνουν κίνητρα για ανανέωση των εκμεταλλεύσεών τους αλλά και πρόσβαση στους επόμενους κρίκους της αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμων.
Η είδηση της ανισοκατανομής των κονδυλίων της ΚΑΠ όπου το 80% των ενισχύσεων καταλήγει στο 20% των δικαιούχων δεν αποτελεί νέο, ωστόσο αυτό που φέρνει νέα έρευνα που δημοσιεύει το βρετανικό Conversation, είναι ο προβληματισμός σχετικά με το κατά πόσο διευκολύνει την επίτευξη στόχων και δη περιβαλλοντικών – οι οποίοι πλέον μονοπωλούν τη συζήτηση γύρω από την ΚΑΠ – το υφιστάμενο σύστημα κατανομής πόρων.
Στην έρευνα αυτή υποστηρίζεται ότι τελικά τα κονδύλια της ΚΑΠ καταλήγουν σε μεγάλο βαθμό σε μεγάλα αστικά κέντρα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ενώ δεν προσφέρουν τα απαιτούμενα μέσα και εργαλεία σε παραγωγικά κέντρα που αποδεδειγμένα έχουν περισσότερες ανάγκες, ενώ ούτως ή άλλως παράγουν ήδη με βάση τα πρότυπα που θέλει να εδραιώσει η νέα ΚΑΠ.
Να σημειωθεί ότι στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε έκθεση του ΟΟΣΑ τον Ιούνιο, που έθετε το ζήτημα της ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας των αγροπεριβαλλοντικών πολιτικών αυξάνοντας διαδοχικά τις βασικές απαιτήσεις για τις γεωργικές πρακτικές, συμπεριλαμβανομένης της υποχρεωτικής πολλαπλής συμμόρφωσης όπου απαιτείται. «Πιο φιλόδοξα δημόσια αγαθά και περιβαλλοντικά αποτελέσματα μπορούν να επιτευχθούν μέσω στοχευμένης υποστήριξης» έλεγε τότε ο ΟΟΣΑ.
Οι μισοί δικαιούχοι στην Ελλάδα λαμβάνουν κάτω από 1.250 ευρώ
Στην περίπτωση της Ελλάδας οι άμεσες ενισχύσεις βασίζονται στην έκταση ή στο ζωικό κεφάλαιο που έχει ο κάθε δικαιούχος και στα ιστορικά δικαιώματα που έχει κατοχυρώσει ο κάθε παραγωγός με βάση την παραγωγή του 2000-2002. Εδώ το 38,4% του συνόλου των άμεσων ενισχύσεων το επωφελείται το 6,6% των δικαιούχων με άμεση ενίσχυση άνω των 10.000 ευρώ ετησίως. Την ίδια ώρα, το 47% των δικαιούχων με κάτω από 1.250 ευρώ ενίσχυση ετησίως λαμβάνουν μόλις το 9,5% των ενισχύσεων. Οι άμεσες ενισχύσεις της ΚΑΠ αναλογούν σε €3.340 ανά δικαιούχο (632.540 δικαιούχοι). Το ποσό αυτό αντιστοιχεί περίπου στο μισό (45,6%) του συνολικού επιχειρηματικού εισοδήματος της γεωργίας. Παρ’ όλα αυτά, η κατανομή των ενισχύσεων δεν είναι η χειρότερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι αντίστοιχοι συντελεστές που μετρούν την απόκλιση από την ομοιόμορφη κατανομή είναι 0,75 για την Ε.Ε. και 0,59 για την Ελλάδα. Σημειώνεται ότι με βάση τον τρόπο υπολογισμού, όταν ο συντελεστής είναι 1 δείχνει απόλυτη ανισοκατανομή ενώ το μηδέν δείχνει άριστα ισόμορφη κατανομή. Το ίδιο ισχύει και στην κατανομή της αγροτικής γης, όπου οι συντελεστές είναι 0,72 και 0,81 στην Ελλάδα και στην ΕΕ αντίστοιχα.
agronews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου